- σανδύκινος
- σανδύκ-ινος, η, ον, ([etym.] σάνδυξ)A red,
ζώνη POxy.496.4
(ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζώνη POxy.496.4
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σανδύκινος — ίνη, ον, Α ερυθρός, κόκκινος («σανδυκίνη ζώνη», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδυξ, υκος + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek